διορῶ

διορῶ
διοράω
see through
pres imperat mp 2nd sg
διοράω
see through
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
διοράω
see through
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
διοράω
see through
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
διοράω
see through
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
διοράω
see through
pres imperat mid 2nd sg
διοράω
see through
pres imperat mp 2nd sg (epic)
διοράω
see through
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
διοράω
see through
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
διοράω
see through
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
διοράω
see through
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
διοράω
see through
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
διοράω
see through
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
διοράω
see through
imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic)
διορόω
turn into serum
pres subj act 1st sg
διορόω
turn into serum
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διορώ — (AM διορῶ, άω) [ορώ] 1. βλέπω κάτι ανάμεσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, προβλέπω αρχ. διακρίνω, ξεχωρίζω …   Dictionary of Greek

  • αδιόρατος — η, ο (Α ἀδιόρατος, ον) [διορῶ] αυτός που δεν διακρίνεται, αφανής, αθέατος νεοελλ. αυτός που διακρίνεται με δυσκολία, δυσδιάκριτος, αμυδρός …   Dictionary of Greek

  • διορατικός — ή, ό (AM διορατικός, ή, ον) [διορώ] αυτός που προβλέπει κάτι, οξυδερκής νεοελλ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διόραση* …   Dictionary of Greek

  • διορατός — ή, ό ο ορατός ανάμεσα από κάτι, ευδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • διόραμα — το είδος θεάματος κατά το οποίο όσα παρουσιάζονται πάνω σ ένα πίνακα χωρίς φανερό πλαίσιο δίνουν την ψευδαίσθηση τού πραγματικού με τη βοήθεια κατάλληλου φωτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < διορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνσταντίνο Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • συνδιορώ — άω, Α εξετάζω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορῶ «διακρίνω, ξεχωρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”